Συγκρότηση

Το σκεπτικό της συγκρότησης της συλλογής

Οι απαρχές της συγκρότησης της συλλογής χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970. Συγκεκριμένο σκεπτικό δεν υπήρχε τότε και τα βιβλία που αποκτήθηκαν κατά τη χρονική εκείνη περίοδο είχαν ποικίλο θεματικό περιεχόμενο: ιστορικό, λογοτεχνικό και εγκυκλοπαιδικό. Από τα μέσα της δεκαετίας αυτής όμως, η συναναστροφή μου με ανθρώπους του βιβλίου και κατόχους μεγάλων και ιστορικών βιβλιοθηκών, όπως η Μαρία Κουταρέλλη, που κληρονόμησε και επαύξησε τη συλλογή βιβλίων και χειρογράφων του Σπύρου Λοβέρδου, άρχισε να διαφοροποιεί τις συλλεκτικές μου ανησυχίες. Τα χρόνια εκείνα συστήθηκε και η Ελληνική Εταιρεία Βιβλιόφιλων (Καταστατικόν του 1975), ιδρυτικά μέλη της οποίας υπήρξαν επιφανή άτομα του πνεύματος και της τέχνης, βιβλιόφιλοι και συλλέκτες, με επίτιμο Πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Από τα μέλη της Εταιρείας να μνημονεύσω εδώ τη Λουκία Δρούλια, την Αικατερίνη Κουμαριανού, τον Χατζηκυριάκο Γκίκα, τη Ρένα Ανδρεάδη, τον Μάνο Χαριτάτο και τον Γιάννη Φικιώρη βέβαια: με τον οποίο συνεχίσαμε και άλλη, παράλληλη, βιβλιοφιλική διαδρομή και κατά την εποχή που ανέλαβε την Προεδρία της Ελληνικής Εταιρείας των Βιβλιόφιλων. Σχέση σεβασμού και φιλίας, που κρατάει ως σήμερα.

Οι εκθέσεις βιβλίων της Εταιρείας (1975) με περιηγητικό περιεχόμενο, «Ταξιδιώτες στην Ελλάδα από τον 15ο αι. ως το 1821», ή με έντυπα που αναδεικνύουν το χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας, «Απαρχές της ελληνικής τυπογραφίας» (1976), άλλαξαν ριζικά τα συλλεκτικά μου ενδιαφέροντα και έκτοτε στράφηκα, συνειδητά πλέον, προς τη μελέτη και έρευνα των πρωτεργατών της ελληνικής τυπογραφίας και τις σχέσεις που καλλιέργησαν με τον κόσμο του βιβλίου στη Βενετία και αλλού.

Η γνωριμία μου με τον Γεώργιο Λαδά, άνθρωπο με βαθιά συνείδηση του ρόλου που έπαιξε το έντυπο βιβλίο κατά την Τουρκοκρατία, ο οποίος, κυριολεκτικά με πάθος συγκέντρωσε και τεκμηρίωσε τη βιβλιογραφική ταυτότητα ενός τεράστιου αριθμού βιβλίων που πέρασαν από τα χέρια του, ισχυροποίησε την πρόθεσή μου να διερευνήσω βαθύτερα το χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας. Μια πρώτη συστηματική προσέγγιση: η καταγραφή των τυπογραφικών σημάτων και εμβλημάτων που χαρακτηρίζουν τα έντυπα ελληνικά βιβλία, κατέληξε στο σχεδιασμό της Χάρτας της Ελληνικής Τυπογραφίας. Παράλληλα, η συλλογή άρχισε να αποκτά φυσιογνωμία, με την αγορά βιβλίων που εντάσσονταν απόλυτα στους όρους που διέπουν την Ελληνική Βιβλιογραφία, όπως τους κατέγραψε ο É. Legrand, έντυπα δηλαδή που μαρτυρούν τον κόπο και το μόχθο στα τυπογραφικά εργαστήρια.

Η ενασχόλησή μου με την ιστορία του βιβλίου προικοδότησε τις γνώσεις μου, με αποτέλεσμα να ανοίξουν πόρτες βιβλιοθηκών, οι οποίες είτε αποτελούσαν τεκμήρια άλλων εποχών είτε τα βιβλιολογικά ενδιαφέροντα των κτητόρων τους συγγένευαν με τις βιβλιακές αναζητήσεις μου. Αναφέρομαι και στη σπουδαία βιβλιοθήκη του Λέοντος Μελά, με συγγράμματα της αρχαίας και βυζαντινής γραμματείας, εξαιρετικά δείγματα της τυπουργικής τέχνης των Ελλήνων. Ο μακροχρόνιος διάλογος με τη Λυδία Μελά in situ στάθηκε πρώτης τάξεως ευκαιρία να διατρέξω σπιθαμή προς σπιθαμή τα ράφια του βαρύτιμου αναγεννησιακού βιβλιοστασίου της και να θαυμάσω τις εξαιρετικής τέχνης σταχώσεις των βιβλίων της συλλογής. Ένα σεβαστό τμήμα των βιβλίων αυτών προστέθηκε, σταδιακά, στη βιβλιοθήκη μου, όπως και ο χειρόγραφος κατάλογος της συλλογής από το χέρι του κτήτορα.

Η βιβλιοθήκη μου από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε αποκτήσει σφραγίδα και μετατράπηκε σε βασικό εργαλείο στη συστηματική αναζήτηση κάθε έντυπου βιβλίου που θα μπορούσε να διαφωτίσει την τυπογραφική και εκδοτική διαδρομή των Ελλήνων από τα χρόνια της ιταλικής Αναγέννησης και εξής, χωρίς καμία γεωγραφική διάκριση.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο «σχολείο» κατά τη βιβλιολογική μου αναζήτηση υπήρξε η διετής «θητεία» μου στη βιβλιοθήκη του Α.Δ. Χατζηδήμου, από τότε δηλαδή που η κληρονόμος Καίτη Χατζηδήμου αποφάσισε (1979) να προωθήσει στην αγορά έναν μοναδικό βιβλιακό πλούτο: πολύ περισσότερους από 10.000 τόμους και φυλλάδια. Μάρτυρας αυτής της εξαιρετικής και σπάνιας εμπειρίας η Χρύσα Μαλτέζου, με την οποία σε καθημερινή σχεδόν βάση ταξινομούσαμε κατά θεματικές ενότητες το σύνολο του υλικού αυτού. Οι γνώσεις μου εμπλουτίστηκαν αποφασιστικά, καθώς άνοιξε ένας ολόκληρος κόσμος μπροστά μου, που καθρέπτιζε και αντανακλούσε την ιστορική μνήμη και την πνευματική διαδρομή των Ελλήνων από το τέλος της βυζαντινής περιόδου ως τον ύστερο 20ό αιώνα. Από κοινού, όλοι όσοι συμμετείχαμε στο εγχείρημα αυτό, αποφασίσαμε να «ανοίξουμε» τη βιβλιοθήκη, προσφέροντας τμήματά της, κατά θεματική τάξη, σε ιδρύματα και βιβλιοθήκες που θησαύριζαν σχετικό υλικό: Γεννάδειος Βιβλιοθήκη και Βιβλιοθήκη της Βουλής, Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Ρεθύμνου, Ίδρυμα Μερλιέ, συλλογή Ντόρης Παπαστράτου. Τότε είναι που η προσωπική μου βιβλιοθήκη συμπληρώθηκε, όσον αφορά το συλλεκτικό στόχο, και απέκτησε άλλη πληρότητα. Με τους περισσότερους από επτακόσιους τόμους που προστέθηκαν στον πυρήνα της, αντιπροσωπεύει, ακόμη και σήμερα, τον κορμό και τη ραχοκοκαλιά της συλλογής, με ιδιαίτερα σπάνια και μοναδικά σωζόμενα αντίτυπα.

Συνοδοιπόροι αυτής της βιβλιακής μου περιδιάβασης στο χρόνο, άτομα με τα οποία συνδέθηκα φιλικά έως και αδελφικά, άτομα που έτρεφαν πάθος ανάλογο για την ανακάλυψη κάθε πτυχής του χρονικού της παραγωγής και διακίνησης του ελληνικού βιβλίου, διεύρυναν τον γνωσιολογικό μου ορίζοντα. Θα αναφερθώ εδώ στον Φίλιππο Ηλιού και στον Διονύσιο Φλάμπουρα. Η Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα που μας κληροδότησε ο Ηλιού θα παραμείνει αξεπέραστη στο χρόνο, και αποτελεί δείγμα τρανό της φιλοβιβλικής του στάσης και της ενδελέχειάς του για τη διασταύρωση κάθε πηγής που θα προχωρούσε τις γνώσεις μας βήματα μπροστά.

Τα βιβλιολογικά ενδιαφέροντα του Φλάμπουρα ήταν στραμμένα στις εκδόσεις ελληνικών βιβλίων από τυπογραφεία του Βορρά, της Γαλλίας και της Γερμανίας κυρίως, και τον σαγήνευε κάθε δυτικός λόγιος και τυπογράφος που καλλιεργούσε τα ελληνικά γράμματα, αναζητώντας συνάμα τις ρίζες αυτής της ελληνολατρίας τους. Αντίτυπα βασιλέων της Γαλλίας και εκδόσεις της εποχής της Αναγέννησης, αλλά και μία μοναδική συλλογή από αφίσες της εποχής της Κατοχής, όπως και ποικίλο άλλο υλικό σηματοδοτούν τις βιβλιολογικές του ανησυχίες. Μετά το θάνατό του, η Μαρία Φλάμπουρα άνοιξε το βιβλιακό σπήλαιο του Διονύση και με παρότρυνε να εμπλουτίσω τη βιβλιοθήκη μου με όσα βιβλία έκρινα απαραίτητα. Ακόμα, μου εγχείρισε το πλούσιο αρχείο του, υπόδειγμα βιβλιογραφικής ταξινόμησης, στο οποίο ο Φλάμπουρας είχε καταγράψει καθετί και οποιονδήποτε καταπιάστηκε υπό οιανδήποτε ιδιότητα με τη λειτουργία των τυπογραφείων ελληνικών βιβλίων.

Πολύτιμα βιβλία, από κάθε άποψη, περιήλθαν στην κατοχή μου από τη βιβλιοθήκη ενός ανθρώπου που άλλαξε ριζικά το τοπίο της έρευνας στον κόσμο του πνεύματος και της φιλολογίας: του Κ.Θ. Δημαρά. Ανάμεσα σε αυτά και τα δείγματα της πρώιμης τυπογραφικής τέχνης του ελληνικού βιβλίου, αλλά και της πορείας του Γένους προς την Επανάσταση, το Ειρμολόγιο της Βενετίας του 1568 και η Ελληνική Νομαρχία του 1806.

Λειτουργικά βιβλία του 16ου αιώνα και σπάνιες εκδόσεις από τυπογραφεία με βραχύβια δραστηριότητα, όπως της Μοσχόπολης λόγου χάρη, προέρχονται από τη βιβλιοθήκη Μαρτάκου. Στη βιβλιοθήκη μου κατέληξαν, επίσης, ιδιαίτερα δυσεύρετες εκδόσεις της Μόσχας και της Πετρούπολης από τη συλλογή του Σ.Ν. Δραγούμη και του Διονυσίου Λοβέρδου. Είναι κρίμα που η σπουδαία βιβλιοθήκη του Γ.Ι. Αρβανιτίδη διαλύθηκε και τα περισσότερα βιβλία της κατέληξαν σε πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες του εξωτερικού: όλα τα αντίτυπα της συλλογής διακρίνονται για τις αυθεντικές και περίτεχνες μοναστηριακές σταχώσεις τους, την περίσσια βιβλιοφιλική φροντίδα και την ιστορική τους διάσταση, καθώς πολλά από αυτά ανήκαν σε βιβλιοθήκες ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαβίας, του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, λόγου χάρη. Τμήμα της βιβλιοθήκης αυτής πέρασε στη συλλογή μου είτε από δημοπρασίες οίκων του εξωτερικού είτε από αντίτυπα που απέκτησα από τους κληρονόμους του.

Ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός βιβλίων «επαναπατρίστηκε» και εμπλούτισε τη συλλογή μου από οίκους του εξωτερικού, που ανέλαβαν τη δημοπράτηση ιστορικών βιβλιοθηκών –δημοπρασίες που συνοδεύονταν από εμπεριστατωμένους πολύτιμους Καταλόγους του Sotheby's και του Christie's–, όπως η βιβλιοθήκη Chatsworth, του δούκα του Devonshire, η Broxbourne Library και άλλες. Άλλη σημαντική πηγή εμπλουτισμού υπήρξαν τα ιστορικά βιβλιοπωλικά κέντρα του Magg's και του Quaritch στο Λονδίνο, της Diana Parikian στην Οξφόρδη, του Luigi Gonelli στην Φλωρεντία, του Dinter και άλλα.

Από το 1986, το πλέον αντιπροσωπευτικό σώμα της συλλογής μου, που αναφέρεται στα έργα και τις ημέρες των Ελλήνων λογίων και τυπουργών που δραστηριοποιήθηκαν κατά την περίοδο της ιταλικής Αναγέννησης (τέλη 14ου - μέσα 16ου αιώνα), έγινε αντικείμενο εκθέσεων για την προβολή του έργου τους. Πρώτες εκδόσεις του Μ. Χρυσολωρά, του Γεωργίου Τραπεζούντιου, του Καρδινάλιου Βησσαρίωνα, του Θ. Γαζή, του Ζ. Καλλιέργη, του Ν. Βλαστού και πολλών άλλων παρουσιάστηκαν διαδοχικά στη Φλωρεντία (1986), στο Μουσείο Μπενάκη (1987), στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης (1988), στο Στρασβούργο (1989) και αλλού. Οι εκθέσεις αυτές συνοδεύονταν από αναλυτικούς δίγλωσσους Καταλόγους, που συντάχθηκαν σε συνεργασία με τον Μ.Ι. Μανούσακα, με εισαγωγικά σημειώματα και εκτενή σχόλια για κάθε βιβλίο. Απώτερος σκοπός των εκθέσεων αυτών ήταν η προβολή της ανεκτίμητης και καθοριστικής συμβολής των Ελλήνων λογίων της εποχής στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και η ανάδειξη των σχέσεων που καλλιέργησαν με κορυφαίους ουμανιστές της Ιταλίας, πολλοί από τους οποίους είχαν διατελέσει μαθητές τους.

Στη συνέχεια, ένα πιο αντιπροσωπευτικό υλικό, κατά περίπτωση, του συνόλου της συλλογής προβλήθηκε σε ιστορικές βιβλιοθήκες και ιδρύματα του εξωτερικού, όπως στο Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας το 1993, με σημαδιακές εκδόσεις του Άλδου Μανούτιου, προϊόντα φιλολογικής επιμέλειας διάσημων Ελλήνων λογίων, όπως του Μάρκου Μουσούρου και του Ιωάννη Γρηγορόπουλου. Το 1995 στην Αυτοκρατορική Βιβλιοθήκη της Βιέννης εκτέθηκαν σχεδόν όλα τα ελληνικά βιβλία που εκδόθηκαν-τυπώθηκαν εκεί (1749-1800), δηλαδή τα πιο σημαντικά δείγματα της περιόδου του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Για τον εορτασμό των Πεντακοσίων Χρόνων από την ίδρυση του πρώτου ελληνικού τυπογραφείου (Βενετία, 1499), το Ίδρυμα της Βουλής ανέθεσε στον Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη και στον υπογράφοντα την οργάνωση μιας έκθεσης με το πλέον σημαντικό υλικό όλης αυτής της περιόδου: ένας μεγάλος αριθμός αρχετύπων και εντύπων προέρχονταν, σε μεγάλο ποσοστό, από τη βιβλιοθήκη μου.

Εδώ και χρόνια, και ενώ η βιβλιοθήκη με εκδόσεις της συγκεκριμένης συλλεκτικής φιλοσοφίας έφθασε να αριθμεί γύρω στους 1.400 τίτλους και περισσότερους από 2.000 τόμους, άρχισε να με απασχολεί σοβαρά το μέλλον της και ο Οίκος του βιβλίου που θα θησαύριζε τον πλούτο της. Δεν είμαι της άποψης ότι τα ελληνικά βιβλία πρέπει να ανακυκλώνονται, να επανέρχονται δηλαδή στην Αγορά, καθώς η εικόνα που χαρακτηρίζει τις ελληνικές βιβλιοθήκες, όπως και ο εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός αντιτύπων που διασώθηκαν από την περίοδο αυτή, δεν συνηγορούν στη διασπορά τους, πόσο μάλλον που τα περισσότερα από τα βιβλία αυτά είναι εντελώς απρόσιτα.

Η εν λόγω βιβλιοθήκη εμπεριέχει κάθε βιβλίο που χαρακτηρίζει την κάθε διαφορετική πτυχή έκφρασης του Γένους: γλώσσα, πνευματική παράδοση, ορθόδοξη πίστη, αποτελεί δηλαδή Εθνικό Θησαυρό. Δεν έχουν θέση εδώ βιβλιοταφικές συνήθειες. Ο βιβλιακός αυτός πλούτος ανήκει στον Ελληνισμό και σε όσους επιθυμούν να γνωρίσουν τη συμβολή της ελληνικής σκέψης στην παγκόσμια σκηνή.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης αποφάσισε να δεχθεί τη συλλογή στους κόλπους του και ως ένδειξη αναγνώρισης της σημασίας της παραχώρησε συγκεκριμένο ιστορικό κτίσμα για τη θησαύρισή της: ένα νεοκλασικό μέγαρο στα όρια ακριβώς της Κλασικής με τη Νέα Αθήνα, όπως σηματοδοτεί η Πύλη του Αδριανού.

Είμαι ευγνώμων στα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς αγκάλιασαν και εκτίμησαν τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής, όπως και τη στάση μου στα Κοινά.

K. ΣΠ. ΣΤΑΪΚΟΣ