Το κτίριο της Ωνασείου Βιβλιοθήκης

Το κτίριο

Κτισμένο στις αρχές του 20ου αιώνα, στην συμβολή της λεωφόρου Αμαλίας με την Διονυσίου Αεροπαγίτου, ως κατοικία του δικηγόρου Γεωργίου Ορφανίδη (Αιγυπτιώτη που ασχολείτο με την εμπορία βάμβακος) και της συζύγου του Όλγας Σαρόγλου, αδελφής του δωρητή του Σαρογλείου Μεγάρου, το κτίριο είναι έργο του σημαντικού αθηναίου αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά (1862-1937). Ο Μεταξάς ήταν ο μελετητής της αναμαρμαρεώσεως του Παναθηναϊκού Σταδίου και ο δημιουργός πολλών δημοσίων και ιδιωτικών κτισμάτων της πρωτεύουσας. Ανάμεσά  τους το μέγαρο της γαλλικής πρεσβείας, το νοσοκομείο Συγγρού, το Αιγινήτειο νοσοκομείο, το σημερινό Μουσείο Μπενάκη και άλλα πολλά. Παρά την κυριαρχία του εκλεκτικισμού στην αρχιτεκτονική ρυθμολογία της εποχής, φανερή π.χ. στα έργα του Ε. Τσίλλερ, ο Μεταξάς έμεινε πιστός σε έναν λιτό και κάπως αδρό νεοκλασικισμό, που , στην περίπτωση του κτιρίου του Ιδρύματος, βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τα γειτονικά αρχαία μνημεία.

Κατά τη δεκαετία του ’30, το κτίριο κατοικήθηκε από την οικογένεια Καλλιγά. Εν συνεχεία, περί το 1937-8, εγκαταστάθηκε σε αυτό η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή και λειτουργούσε τόσο ως Σχολή, όσο και ως κατοικία του τότε Διευθυντή, μέχρι και το 1950. Τελευταίος ένοικος υπήρξε το World Craft Council (W.C.C.), το οποίο χρησιμοποιούσε το κτίριο ως εκθετήριο. Ο επικεφαλής τότε του W.W.C. ήταν ο Μιχάλης Γούτος. Ο ιδιοκτήτης από τον οποίο εταιρεία ελεγχόμενη από το Ίδρυμα Ωνάση αγόρασε το κτίριο, είναι η οικογένεια Νάστου.

Όταν το 1989 αποκτήθηκε το κτίριο, η φθορά του χρόνου, καθώς και αλόγιστες επεμβάσεις από την εποχή του μεσοπολέμου, είχαν παραμορφώσει τόσο τις εξωτερικές όψεις, όσο και τους εσωτερικούς χώρους του. Μετά από μια πρώτη φάση μελέτης το 1991, ξεκίνησαν οι εργασίες αποκαταστάσεως. Η ομάδα μελέτης του έργου αποτελείτο από τον αρχιτέκτονα Βασίλη Τσεγκή, το γραφείο στατικών μελετών Θεοδοσίου – Τελειωνή και το γραφείο ηλεκτρομηχανολόγων Γιάννη Παπαγρηγοράκη. Με αυτούς συνεργάστηκε για την επίβλεψη του έργου, ομάδα μηχανικών του Ιδρύματος που την αποτελούσαν οι: Ειρήνη Ιωαννίδου, αρχιτέκτων˙ Γιώργος Παπαδημητρίου, πολιτικός μηχανικός˙ και Άκης Τσουκαλάς, μηχανολόγος. Με γνώμονα τον σεβασμό της ιστορικής φυσιογνωμίας και του ύφους του κτιρίου αλλά και την ανάγκη εντάξεως του σε νέες πολιτιστικές και διοικητικές χρήσεις, χρησιμοποιήθηκαν για το έργο οι πιο σύγχρονες μέθοδοι τεχνολογίας και τεχνογνωσίας ως προς την στατική επάρκεια, τις ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, καθώς και την μεθόδευση και τον όλο προγραμματισμό της κατασκευής.

Η κυρίως πρόσοψη επί της Αμαλίας και οι χώροι υποδοχής στον πρώτο όροφο, που είχαν πολλά υποφέρει από παλαιότερες παραμορφωτικές επισκευές, αποκαταστάθηκαν με μεγάλη πιστότητα στα επί μέρους αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία της αρχικής κατασκευής. Αποκαλύφθηκαν οι κρυμμένες από νεώτερες κατασκευές μαρμάρινες κολώνες της κεντρικής αίθουσας, συντηρήθηκαν οι περίτεχνες μαρμάρινες εστίες, έργα του μεγάλου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, και αποκαταστήθηκαν τα ξύλινα δάπεδα. Οι αίθουσες υποδοχής, όπως και το υπόλοιπο κτίριο επιπλώθηκαν και διακοσμήθηκαν με έπιπλα και έργα τέχνης που ανήκαν στον Αριστοτέλη Ωνάση και προέρχονται από τη θαλαμηγό «Χριστίνα». Ανάμεσά τους το πιάνο, το οποίο χρησιμοποιούσε η Μαρία Κάλλας όταν βρισκόταν στο πλοίο, καθώς και έπιπλα αντίκες και διακοσμητικά αντικείμενα.

Στην παλαιά αυλή επί της οδού Αισχίνου διαμορφώθηκε η δεύτερη είσοδος του κτιρίου, εναρμονισμένη μορφολογικά με το νεοκλασικό χαρακτήρα του. Οδηγεί στο ισόγειο, όπου βρίσκονταν παλαιότερα οι βοηθητικοί χώροι του κτιρίου, οι οποίοι διαμορφώθηκαν τώρα σε σύγχρονα γραφεία που στεγάζουν διοικητικές υπηρεσίες. Οι επίσης βοηθητικοί χώροι του τρίτου ορόφου, που ανοίγονται στην επάνω βεράντα με άμεση θέα στην Ακρόπολη, αναδιαμορφώθηκαν σε αίθουσα συμβουλίου και τραπεζαρία. Το τραπέζι της τραπεζαρίας προέρχεται και αυτό από τη θρυλική θαλαμηγό.

Στον πρώτο όροφο του κτιρίου βρίσκεται σήμερα η Ωνάσειος Βιβλιοθήκη. Σε μία από τις αίθουσες του ορόφου έχει μεταφερθεί το γραφείο του Αριστοτέλη Ωνάση από το Μόντε Κάρλο, με τα έπιπλα και τα προσωπικά του αντικείμενα. Η προσαρμογή στο νέο χώρο των πολύτιμων ξυλεπενδύσεων του γραφείου, που προέρχονται από γαλλικό μέγαρο του 19ου αιώνα, αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης.

Σε όλους τους ορόφους εκτίθενται έργα τέχνης της συλλογής του Ιδρύματος Ωνάση που κατά το πλείστον αποκτήθηκαν μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη Ωνάση. Τα έργα αυτά αντιπροσωπεύουν σχεδόν όλες τις περιόδους της ελληνικής ζωγραφικής και γλυπτικής, από τον αγιογράφο Θ. Πουλάκη (17ος αιώνας) και τον El Greco, μέχρι τον Γ. Χαλεπά, τον Κ. Παρθένη, τον Γ. Μόραλη και σύγχρονους ζωγράφους-υποτρόφους του Ιδρύματος.

Όταν ακόμα και σήμερα, πολλές από τις λεγόμενες «αναπαλαιώσεις» διατηρητέων κτιρίων δρουν καταστροφικά, απλοποιώντας με απαράδεκτο τρόπο τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο των όψεων και «εκμοντερνίζοντας» ισοπεδωτικά το εσωτερικό τους, το κτίριο Αθηνών του Ιδρύματος Ωνάση αποτελεί ένα πρότυπο αποκαταστάσεως κτιρίου στην αρχική του μορφή. Χωρίς να έχει χάσει τίποτε από την ιστορική του φυσιογνωμία, είναι ταυτόχρονα ένας χώρος ζωντανός, σύγχρονος και λειτουργικός και, παράλληλα, ένας χώρος μνήμης του μεγάλου ευεργέτη της πατρίδας μας. Πρόκειται για μια ακόμη πολύτιμη προσφορά του Ιδρύματος στην πόλη των Αθηνών, που συντελεί στην αισθητική και πολιτισμική αναβάθμιση της πρωτεύουσας. 

 

Ο χώρος της βιβλιοθήκης 

Ο χώρος της Βιβλιοθήκης σχεδιάστηκε από τον Κ. Σπ. Στάικο για να θησαυρίσει τη συλλογή των πολύτιμων βιβλίων και καταλαμβάνει τρεις συνεχόμενες αίθουσες, οι οποίες οριοθετούν τη βόρεια πλευρά του μεγάρου. Τα βιβλιοστάσια σχεδιάστηκαν στο πνεύμα των σταθερών κατασκευών που χαρακτηρίζουν την εσωτερική αρχιτεκτονική και διακόσμηση και χρησιμοποιήθηκε ως ξυλεία δρυς. Το ύφος τους είναι δωρικό και οι ημικίονες που συνθέτουν το σκελετό των βιβλιοστασίων καταλήγουν σε μια ροζέτα, με το σήμα του Ιδρύματος Ωνάση σκαλισμένο σε ξύλο και επιχρυσωμένο. Τα ράφια είναι κινητά και στο κάτω διάζωμα της βιβλιοθήκης υπάρχουν ασφαλιζόμενα ερμάρια. Για την εξυπηρέτηση των μελετητών και βιβλιοθηκονόμων υπάρχουν σύρτες στο ύψος σύνδεσης των δύο τμημάτων της βιβλιοθήκης.

Τα βιβλιοστάσια, όπως διατάχθηκαν στο χώρο, συνθέτουν πέντε αυτοτελή στοιχεία, που αντιστοιχούν στις πέντε ενότητες της βιβλιοθήκης: Αναγέννηση – Ουμανισμός, Νεοελληνική Γραμματεία, Λειτουργικά Βιβλία, Θεολογία, Διαφωτισμός. Οι θεματικές αυτές ενότητες προσδιορίζονται στα βιβλιοστάσια με ορειχάλκινες έκτυπες πινακίδες σε κάθε τμήμα της βιβλιοθήκης. Τα ράφια είναι όλα αριθμημένα όπως και τα βιβλία που ταξινομήθηκαν σε κάθε ένα από αυτά. Σε κάθε τμήμα της βιβλιοθήκης έχει κατασκευαστεί και μια προθήκη, αυτοφωτιζόμενη και κατάλληλα διακοσμημένη, για την έκθεση αντιπροσωπευτικών βιβλίων του κάθε τμήματος, ασφαλιζόμενη μάλιστα με άθραυστους προστατευτικούς υαλοπίνακες. Τέλος, μια μεταλλική κινητή ράβδος ασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση προς βιβλία και τα προστατεύει από «παρορμητισμούς».